αναδοσιά

αναδοσιά
I η
1) испарение, пар; 2) запах; 3) сырость αναδοσιά2
II η
1) низкий урожай; 2) скряжничество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναδοσιά" в других словарях:

  • αναδοσιά — αναδοσιά, η και ανεδοσιά, η 1. οσμή, υγρασία: Το δωμάτιο αυτό έχει μια αναδοσιά μούχλας. 2. τσιγκουνιά, σφιχτοχεριά: Στο χωριό είχαν να κάνουν με την αναδοσιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδοσιά — (I) και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1 υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός 2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια. (II) και ανεδοσιά, η 1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ανάδοση — η (Α ἀνάδοσις) (για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση νεοελλ. 1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα 2. πρωινή δροσιά αρχ. 1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα 2. εκπνοή 3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»